στλίξ
Look at other dictionaries:
στλίξ — ἡ, Μ βλ. στρίξ … Dictionary of Greek
στριξ — η / στλίξ, ΝΜ, στρίγξ, αμάρτυρος τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα αρχ. 1. άλλη ονομασία τής γλαύκας, τής κουκουβάγιας, εξαιτίας τής… … Dictionary of Greek
(s)treig-3, streid(h)- — (s)treig 3, streid(h) English meaning: to hiss Deutsche Übersetzung: “zischen, schwirren”; Schallwort Material: Gk. τρίζω, τέτρῑγα “zirpe, schwirre, knirsche”, τριγμός (neologism τρισμός) m. “das Zirpen, Schwirren”, τρί̄γλη… … Proto-Indo-European etymological dictionary